Διακρίνεται ως οξύς, υποξύς, και χρόνιος ανάλογα με τη διάρκεια του και παραγωγικός ή μη, ανάλογα με την ποσότητα παραγωγής πτυέλων.
Ο οξύς βήχας ( διάρκειας έως 3 εβδομάδες) συχνά προκαλείται από ιογενή λοίμωξη και συνήθως υφίεται μέσα σε 2 εβδομάδες. Μπορεί ωστόσο ν’ αποτελέσει το πρώτο σύμπτωμα στην πνευμονία και το πνευμονικό οίδημα ή να είναι το προεξάρχον σύμπτωμα στη πνευμονική εμβολή. Στους καπνιστές, η έναρξη ενός βήχα, η αλλαγή του χαρακτήρα του ή η παρουσία αιμόπτυσης θα πρέπει να διερευνηθεί για υποψία καρκινώματος.
Ο υποξύς βήχας (διάρκειας έως 3 εβδομάδες) και ο χρόνιος βήχας, μπορεί να υποδηλώνουν σοβαρή αναπνευστική ή άλλη πάθηση. Στους καπνιστές οφείλεται συνήθως σε χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια. Στους μη καπνιστές, με φυσιολογική ακτινογραφία θώρακα και χωρίς πρόσφατη λοίμωξη, η αιτία μπορεί να μην άμεσα εμφανής. Στατιστικώς, το πιθανότερο είναι να οφείλεται σε σύνδρομο οπισθορρινικών εκκρίσεων (40%), γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (21%), άσθμα (20%), βρογχεκτασίες (4%) και λήψη φαρμάκων, κυρίως των αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου, δηλαδή ως παρενέργεια αντιϋπερτασικών (2%-10%). Η τελευταία περίπτωση δεν διαγιγνώσκεται εύκολα (μόνο δια αποκλεισμού).
Η αξιολόγηση του ασθενή, ξεκινά με τη λήψη ιστορικού και εκτίμηση της πιθανής επαγγελματικής του έκθεσης. Πιθανόν ν’ αποκαλυφθεί μια πρόσφατη λοίμωξη του αναπνευστικού, ή ότι σχετίζεται με οπισθορρινική καταρροή, ότι συμβαίνει κυρίως τη νύχτα ή μετά από γεύματα, που χειροτερεύει με την κατάκλιση ή την άσκηση και τον κρύο αέρα.
Η φυσική εξέταση μπορεί να αποκαλύψει κλινικά σημεία άσθματος, βρογχεκτασίας, καρκίνου των πνευμόνων, πνευμονικής ίνωσης ή καρδιακής κάμψης. Πρέπει να γίνεται εκτίμηση της γενικής κατάστασης υγείας του ασθενούς (αδυναμία, καταβολή, απώλεια βάρους και εφαρμογή κλιμάκων βαρύτητας βήχα). Ακόμη μια προσεκτική εξέταση των ανώτερων αναπνευστικών οδών μπορεί να καταδείξει στοιχεία ρινικής απόφραξης ή ύπαρξη εκκριμάτων στον οπίσθιο φάρυγγα.
Στα πλαίσια της διερεύνησης, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες, πρέπει να διενεργηθεί μια ακτινογραφία θώρακος που μπορεί να είναι ουσιώδης. Η σπιρομέτρηση πρέπει να εκτελείται σε όλους, με έλεγχο της αναστρεψιμότητας, αν υπάρχει περιορισμός της ροής του αέρα. Η μεταβαλλόμενη ροή του αέρα μπορεί να καταδειχθεί και με τη μέτρηση των μέγιστων ροών το πρωί και το απόγευμα, για 2 με 4 εβδομάδες, ακολουθούμενη ενδεχομένως από εξέταση βρογχικής πρόκλησης. Με συγκεκριμένες ενδείξεις, χρειάζεται η διενέργεια ακτινογραφίας παραρρίνιων κόλπων, η παρακολούθηση του οισοφαγικού pH, η αξονική τομογραφία θώρακα ή ακόμη και η βρογχοσκόπηση.
Η θεραπεία του βήχα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ειδική, κατευθυνόμενη δηλαδή στην πιθανολογούμενη αιτιολογία ή μη ειδική, ελέγχουσα το σύμπτωμα. Σε κάθε περίπτωση, ο πνευμονολόγος θα πρέπει με τον ασθενή να εκτιμήσει το αποτέλεσμα της θεραπείας κι ενδεχομένως να την τροποποιήσει ή να επαναπροσδιορίσει τη διάρκειά της.