Methods: Fifty-one patients (37 males, 14 females; mean age 53±12 years) with SRBD confirmed by polysomnography and 49 healthy controls (23 males, 26 females, mean age 43±12 years) without SRBD, filled the Greek version of the MOS Sleep Scale questionnaire. Statistical analysis was done by calculating its internal consistency using Cronbach’s alpha.
Results: Cronbach’s alpha for the MOS subcategories in the test sample was 0.82 to 0.88, which is considered to be very satisfactory. Patients with respiratory disorders had fewer sleep hours, episodes of daytime sleepiness, delayed sleep onset and reduced sleep adequacy (p<0.05).
Conclusions: Patients with SRBD have poorer sleep. The MOS Sleep Scale in patients with SRBD in the Greek population showed very satisfactory reliability. Therefore, the MOS Sleep Scale can be a useful assessment tool.
Keywords: Respiratory sleep disorders; quality of life; medical outcomes study sleep scale (MOS sleep scale)
Ο ύπνος είναι μια από τις πρωταρχικές «δραστηριότητες» των παιδιών που αναπτύσσονται.
Την εποχή που τα παιδιά φτάνουν στα τρίτα τους γενέθλια έχουν καταναλώσει περισσότερο χρόνο στον ύπνο από ό,τι συνολικά σε όλες τις δραστηριότητες τους κατά την εγρήγορση. Αν και υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση ως προς τη διάρκεια του ύπνου, αυτή η ουσιώδης απαίτηση για ύπνο συνεχίζεται στα χρόνια της εφηβίας, γεγονός που αναδεικνύει ότι ο ύπνος παίζει σημαντικό βιολογικό ρόλο στη γνωσιακή, σωματική και ψυχολογική ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας.
Στο πλαίσιο αυτής της αυξημένης ανάγκης για ύπνο οι εν δυνάμει επιπτώσεις του ανεπαρκούς ή κακής ποιότητας ύπνου είναι σημαντικές στον παιδικό πληθυσμό. Παρατηρείται ότι παιδιά με διαταραχές ύπνου παρουσιάζουν πτωχή επικοινωνιακή ικανότητα, υπερκινητικότητα, διάσπαση προσοχής και χαμηλή επίδοση στο σχολείο.
Ο επαρκής ύπνος είναι αναγκαίος για την επίτευξη της άριστης ημερήσιας λειτουργικότητας. Παιδιά με ημερήσια υπνηλία σχετιζόμενη με τα προβλήματα του ύπνου, μπορεί να βιώνουν σημαντική διαταραχή της διάθεσης με συνέπεια χαμηλή σχολική επίδοση. Έχει, επίσης αναφερθεί ότι τα παιδιά που στερούνται τον ύπνο, παρουσιάζουν περιορισμένο έλεγχο παρορμήσεων, μείωση των λεκτικών και γνωσιακών ικανοτήτων, μειωμένη δημιουργικότητα καθώς και διάσπαση της προσοχής.
Επιπλέον, παιδιά, που οι δάσκαλοι και οι γονείς πιστεύουν ότι κοιμούνται λίγο (poor sleepers), έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν προβλήματα συμπεριφοράς και διαταραχές διάθεσης.
Γενικά, τα μικρά παιδιά αντιδρούν διαφορετικά στον ανεπαρκή ύπνο, απ΄ ότι τα μεγαλύτερα παιδιά και οι έφηβοι. Ένα πολύ κουρασμένο νήπιο ή παιδί προσχολικής ηλικίας μπορεί να εμφανίσει παράδοξη υπερκινητικότητα, ευερεθιστότητα και παρορμητική συμπεριφορά, ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά παρουσιάζουν τυπικά σημεία και συμπτώματα υπνηλίας κατά τη διάρκεια της ημέρας, παρόμοια με τους ενήλικες, όπως για π.χ. χασμουρητό, χαμηλή ενεργητικότητα και υπνηλία.
Ωστόσο, παιδιά, όλων των ηλικιών, που βιώνουν ανεπαρκή ή διαταραγμένο ύπνο, ως αποτέλεσμα διαταραχών ύπνου, μπορούν να εμφανίζουν συμπτώματα:
- Αλλαγές της διάθεσης και αρνητική αίσθηση για το τι σημαίνει νιώθεις καλά
- Σημαντική ημερήσια υπνηλία (EDS) με τάση για ύπνο και απρογραμμάτιστους σύντομους ημερήσιους ύπνους
- Κόπωση και σωματικά ενοχλήματα
- Μείωση της γνωσιακής ικανότητας και ισχνή ακαδημαική επίδοση, ως συνέπεια της υπερβολικής υπνηλίας, της κακής διάθεσης και της κόπωσης.
Οι διαταραχές του ύπνου που εμφανίζονται είτε μεμονωμένα είτε είναι ευρέως διαδεδομένες στη βρεφική και στην παιδική ηλικία ή έχουν μια σημαντικά διαφορετική κλινική εικόνα ή και αιτιολογία στα παιδιά, συγκρινόμενες με τους ενήλικες.
https://doc-toc.gr/blog/110-diataraxes-ypnou-sta-paidia-synepeies
Ο ψυχολόγος αναπτύσσει ένα έγκυρο και αξιόπιστο σύνολο γνώσεων βασισμένων στην έρευνα και εφαρμόζει τις γνώσεις αυτές στις ψυχολογικές διεργασίες και την ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα σε διάφορα πλαίσια. Για τον σκοπό αυτό, επιτελεί πολλούς ρόλους σε διάφορους τομείς, όπως στην έρευνα, την εκπαίδευση, την αξιολόγηση, τη θεραπεία, τη γνωμάτευση, καθώς και στην πραγματογνωμοσύνη, για να αναφέρουμε μόνο μερικούς από τους τομείς αυτούς.
Προσπαθεί, επίσης, να βοηθά το ευρύ κοινό να αναπτύσσει, κατόπιν πληροφόρησης, κρίσεις και επιλογές σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά και να βελτιώνει την κατάσταση τόσο των ατόμων όσο και της κοινωνίας.
Ο ψυχολόγος αποδίδει τον ανάλογο σεβασμό και προάγει την ανάπτυξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της αξιοπρέπειας και αξίας όλων των ανθρώπων. Επίσης, σέβεται τα δικαιώματα των ατόμων, όπως το απόρρητο της προσωπικής ζωής, τον αυτοκαθορισμό και την αυτονομία λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις λοιπές επαγγελματικές υποχρεώσεις του ψυχολόγου και τον νόμο.
Ο ψυχολόγος προσπαθεί να εξασφαλίσει και να διατηρήσει υψηλά επίπεδα επάρκειας στην εργασία του. Αναγνωρίζει τα όρια των ιδιαίτερων ικανοτήτων του και τους περιορισμούς της ειδικότητάς του. Παρέχει μόνο τις υπηρεσίες εκείνες και χρησιμοποιεί μόνο τις τεχνικές εκείνες, για τις οποίες διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα, λόγω σπουδών, της εκπαίδευσης ή της εμπειρίας του.
Ο ψυχολόγος γνωρίζει τις επαγγελματικές και επιστημονικές ευθύνες απέναντι στους πελάτες του, την κοινότητα και την κοινωνία, μέσα στην οποία εργάζεται και ζει. Ο ψυχολόγος αποφεύγει να προξενήσει βλάβη, είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του και βεβαιώνεται, στο μέτρο του δυνατού, ότι δεν γίνεται κακή χρήση των υπηρεσιών του.
Ο ψυχολόγος επιδιώκει να προάγει την ακεραιότητα του χαρακτήρα στην επιστήμη, τη διδασκαλία και την άσκηση της ψυχολογίας. Στις δραστηριότητές του αυτές, ο ψυχολόγος είναι έντιμος, δίκαιος και σέβεται τους άλλους. Προσπαθεί να αποσαφηνίσει στα ενδιαφερόμενα μέρη τον ρόλο που οι ίδιοι διαδραματίζουν και να λειτουργήσουν καταλλήλως, σύμφωνα με τους ρόλους αυτούς.