Η υπνική λειτουργία συνιστά μείζονα ομοιοστατικό μηχανισμό ημερήσιας αποκατάστασης της καταβολής που επιφέρει στον οργανισμό μας ο εν εγρηγόρσει ημερήσιος βίος μας και οι δραστηριότητες που εκτελούμε κατά τη διάρκειά του.
Ως γνωστόν διακρίνονται δύο είδη υπνικών φάσεων που εναλλάσσονται κατά τη διάρκεια του ύπνου μας: ο ύπνος ταχειών οφθαλμικών κινήσεων (ύπνος REM, από τον αγγλικό όρο Rapid Eye Movement) και ο συμπληρωματικός του ύπνος μη ταχειών οφθαλμικών κινήσεων (NREM ύπνος). Ο δεύτερος διακρίνεται περαιτέρω βάσει των ηλεκτρο-εγκεφαλογραφικών δεικτών του σε τρία Ν1, Ν2, Ν3 στάδια, από τα οποία το πρώτο, βραχείας χρονικής διάρκειας, συνιστά το μεταβατικό στάδιο από την εγρήγορση στον κυρίως ύπνο και το δεύτερο συνιστά το μεγαλύτερο τμήμα του ύπνου μας.
Ο μείζων μηχανισμός των εναλλαγών μεταξύ του ύπνου ταχειών οφθαλμικών κινήσεων και του συμπληρωματικού είδους ύπνου (μη ταχειών οφθαλμικών κινήσεων) εδράζεται στο εγκεφαλικό στέλεχος, η εγγενής φασική δραστηριότητα του οποίου κατα τη διάρκεια του ύπνου συνεπιφέρει περιοδικά, ταχείες οφθαλμικές κινήσεις και μυϊκή ατονία, κατεξοχήν γνωρίσματα του ύπνου REM. Κατ’ αντιδιαστολή, ο μηχανισμός εναλλαγής μεταξύ NREM ύπνου και εγρήγορσης (wakefulness) εδράζεται στον πρόσθιο εγκέφαλο, η αυθόρμητη δραστηριότητα του οποίου κατά τη διάρκεια του ύπνου μας χαρακτηρίζεται από εναλλαγές των σύστοιχών τους ηλεκτροεγκεφαλογραφικών ευρημάτων.
Οι ψυχοπαθολογικού ενδιαφέροντος διαταραχές του ύπνου διακρίνονται σε δυσυπνίες και παρυπνίες. Στις δυσυπνίες υπάγονται η αϋπνία, η υπερυπνία, η ναρκοληψία, η υπνική άπνοια (διαταραχή ύπνου αναπνευστικής προέλευσης) και η διαταραχή κύκλου ύπνου – εγρήγορσης.
Δυσυπνίες
Οι αϋπνίες χαρακτηρίζονται από μειωμένης χρονικής διάρκειας ύπνο ή από κανονικής χρονικής διάρκειας πλην όμως μη-αναπνευστικό ύπνο του ατόμου. Βάσει της περιόδου του ύπνου που παραβλάπτεται, οι αϋπνίες διακρίνονται σε αϋπνίες αρχικής προέλευσης του ύπνου, αϋπνίες πρώιμης αφύπνισης του ατόμου ή σε συχνές ενδιάμεσες αφυπνίσεις του που βραχύνουν την ολική διάρκεια του ύπνου (ενδιάμεση αϋπνία).
Η αϋπνία συχνά είναι δευτερογενής σε σχέση με κάποια άλλη σωματική ή ψυχική διαταραχή ου ατόμου, συμπεριλαμβανομένων των διαταραχών κατάχρησης ουσιών. Εξίσου συχνά ωστόσο – ιδιαίτερα σε μέλη του γενικού πληθυσμού – είναι πρωτογενής οφειλόμενη κυρίως σε παγιωμένες ψυχολογικές στάσεις του ατόμου έναντι του ύπνου και/ή έξεις του (π.χ. Κατανάλωση καφέ τις εσπερινές ώρες) που δυσχεραίνουν την επέλευσή του.
Ως γνωστόν, πλειάδα κατηγοριών ψυχικών διαταραχών, αγχωδών, συναισθηματικών, ψυχωσικών κ.α συνοδεύονται από αϋπνία. Στις αγχώδεις διαταραχές είναι συνηθέστερη η αϋπνία επέλευσης και η ενδιάμεση αϋπνία, ενώ στη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή η αϋπνία πρώιμης αφύπνισης.
Οι υπερυπνίες χαρακτηρίζονται από υπερβολική υπνηλία και μεγάλη συνολική διάρκεια ύπνου. Διακρίνονται, παρομοίως προς τις αϋπνίες, σε πρωτογενείς και δευτερογενείς.
Η ναρκοληψία χαρακτηρίζεται από την καθημερινή επέλευση επεισοδίων ύπνου με αιφνίδια βραχείας διάρκειας αμφοτερόπλευρη απώλεια μυϊκού τόνου (καταπληξία), υπναγωγές, ψευδαισθήσεις και μυϊκή παράλυση κατά την αρχή ή το τέλος των επισοδίων ύπνου.
Η αναπνευστική διαταραχή ύπνου χαρακτηρίζεται από υπερβολική υπνηλία ή αϋπνία ως αποτέλεσμα αναπνευστικής δυσλειτουργίας των ασθενών κατά τη διάρκεια του ύπνου τους.
Τέλος, η διαταραχή κιρκάδιου ρυθμού ύπνου χαρακτηρίζεται παρομοίως από υπερβολική υπνηλία ή αϋπνία, ως αποτέλεσμα ωστόσο αποσυντονισμού ή απορρύθμισης μεταξύ του κιρκάδιου ρυθμού ύπνου – εγρήγορσης του ατόμου και του ακολουθούμενου από αυτό ωραρίου ύπνου, που του επιβάλλουν οι επαγγελματικές ή άλες κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης (κυλιόμενο ωράριο εργασίας του, μακρινά αεροπορικά ταξίδια κ.λπ.).
Παρυπνίες
Στις παρυπνίες περιλαμβάνονται οι διαταραχές νυκτερινών εφιαλτών, ενύπνιου τρόμου και υπνοβασίας.
Η διαταραχή νυκτερινών εφιαλτών χαρακτηρίζεται από την επανειλημμένη αφύπνιση του ατόμου, κυρίως κατά το δεύτερο ήμισυ του ύπνου, εξαιτίας ονείρων με απειλητικά της ακεραιότητάς του θεματικά περιεχόμενα.
Στη διαταραχή ενύπνιου τρόμου, το άτομο παρουσιάζει επαναλαμβανόμενα επεισόδια αιφνίδιας αφύπνισής του σε πανικόβλητη κατάσταση με κραυγές, έντονο άγχος και μεγάλη ενεργοποίηση του συμπαθητικού κλάδου του αυτόνομου νευρικού συστήματός του (ΑΝΣ), με καλπαστική ταχυκαρδία, εφίδρωση, υπέρπνοια κ.λπ.
Στη διαταραχή υπνοβασίας, το άτομο κατά τη διάρκεια του ύπνου του, δίχως να αφυπνισθεί, παρουσιάζει επεισόδια έγερσης και φαινομενικά άσκοπης περιφοράς του, επιδεικνύοντας ωστόσο στοιχειωδώς ικανοποιητική οργάνωση της κινητικής συμπεριφοράς του.
Διαταραχές αφύπνισης (Disorders of arousal
Εκπνευστικός αναστεναγμός κατά τον ύπνο (sleep-related expiratory groaning)
Ενούρηση κατά τη διάρκεια του ύπνου
Νυχτερινή παροξυσμική δυστονία.
Πυροδοτούνται από ένα συνοθύλευμα καταστάσεων που περιλαμβάνουν πυρετό, αλκοόλ, στέρηση ύπνου, συναισθηματικό άγχος ή φάρμακα.
Όνειρα
Το τεράστιο σύγχρονο ενδιαφέρον τόσο των ψυχοπαθολόγων θεραπευτών όσο και των πελατών τους για τα όνειρα και τη δυνητική ψυχοπαθολογική και/ή ψυχοθεραπευτική σπουδαιότητά τους καθιστά λίαν επιθυμητή τη βραχεία έστω πραγμάτευση της ανθρώπινης ονειρικής λειτουργίας υπό το φως των ευρημάτων της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας.
Ως γνωστόν, ο θεμελιωτής της Ψυχανάλυσης Sigmund Freud υποστήριξε την υπόθεση ότι στα βιωματικά περιεχόμενα των ονείρων μας ικανοποιούνται ασύνειδες απωθημένες επιθυμίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας μας, συγκεκαλυμμένα ωστόσο, αφού η προσωρινή άρση του απωθησιακού μηχανισμού “λογοκρισίας” τους είναι μόνον μερική. Συνακόλουθα, το έκδηλο ονειρικό περιεχόμενο χρήζει ερμηνευτικής επεξεργασίας του μέσω της εφαρμογής της τεχνικής των ελεύθερων συνειρμών στα συστατικά μέρη του για την αποκάλυψη του λανθάνοντος περιεχομένου του. Η κεντρική φροϋδική εξηγητική υπόθεση του σχηματισμού ονείρων έχει υποστεί διαβρωτική κριτική. Ειδικότερα, όπως έχει επισημανθεί από τον Adolf Grűnbaum, αυτή συνιστά προϊόν αυθαίρετης επέκτασης της απωθησιακής εξηγητικής υπόθεσης των “ψυχονευρώσεων” μέσω της αναλογικής εξομοίωσης του έκδηλου ονειρικού περιεχομένου προς τα κλινικά συμπτώματα των “ψυχονευρώσεων”. Επιπλέον, ως εκ τούτου, αυτή κληρονομεί όλα τα σοβαρά και μάλλον ανεπίλυτα μεθοδολογικά προβλήματα της τελευταίας (Grűnbaum 1988/1984,1993. βλ αυναφώς Ουλής 1995, 2004). Τέλος, ακόμη και στα ίδια τα μείζονα φροϋδικά παραδείγματα ολοκληρωμένης ψυχαναλυτικής ερμηνείας, όπως π.χ το όνειρο της “ένεσης στην Ίρμα” (Freud 1921/1977:98 – 109), ο πατέρας της Ψυχανάλυσης απέτυχε να καταδείξει την ικανοποίηση απωθημένων επιθυμιών της παιδικής ηλικίας του.
Ως γνωστόν, ονειρική δραστηριότητα λαμβάνει χώρα σε αμφότερα τα μείζονα στάδια του ύπνου μας, REM και NREM. Ωστόσο, η οπτική ζωηρότητα των ονείρων μας προσιδιάζει σε αυτά του σταδίου REM. Όπως προαναφέρθηκε, η εγγενώς αυθόρμητη νευρωνική δραστηριότητα του εγκεφαλικού στελέχους κατά το εν λόγω στάδιο, και ειδικότερα της γέφυρας του στελέχους, αποστέλλει νευρικές ώσες αφενός στο πλάγιο γονατώδες σώμα του θαλάμου και αφετέρου στον ινιακό φλοιό, εξού η απόκλησή τους ως κύματα PGO (Pons – Geniculate – Occipital cortex, γεφυρο – γονατο – ινιακά κύματα). Η κεντρικότητα των οπτικών σχηματισμών στα εν λόγω κύματα καθιστά ευεξήγητη την πρωτοκαθεδρία των οπτικών βιωμάτων στα όνειρά μας.
Ο NREM ύπνος είναι βιο-εξελικτικά προγενέστερος το REM ύπνου και χαρακτηρίζεται από μείωση του ρυθμού μεταβολισμού του οργανισμού και συνακόλουθα μείωση των ενεργειακών αναγκώντου. Ο ειδικός λειτουργικός ρόλος του NREM ύπνου, για τον οποίο εικάζεται ότι αποτέλεσε αντικείμενο βιο-εξελικτικής φυσικής επιλογής, έγκειται στην αποκατάσταση, διατήρηση και ανοικοδόμηση του οργανισμού: κατά τη διάρκεια του NREM ύπνου η αυξητική ορμόνη προάγει τη σύνθεση πρωτεϊνών του οργανισμού.
Εξάλλου, ο ειδικός λειτουργικός ρόλος του REM ύπνου είναι διττός: Ο πρώτος έγκειται στο σχηματισμό και την ενίσχυση συναπτικών δεσμών, ιδιαίτερα μεταξύ των νευρωνικών σχηματισμών του οπτικού συστήματος – εξού και η συγκριτικά μεγαλύτερη διάρκειά του κατά την αναπτυξιακή περίοδο του οργανισμού των θηλαστικών συγκριτικά προς εκείνη του ενήλικου οργανισμού. Εξάλλου, ως γνωστόν, κατά τη διάρκεια του REM ύπνου αίρεται σχεδόν παντελώς η πυροδότηση νοραδρενεργικών, ντοπαμινικών και σεροτονινεργικών νευροχημικών συστημάτων ενώ ενισχύεται αυτή των χολινεργικών. Συνακόλουθα, εικάζεται ότι ο REM ύπνος επιτελεί αφενός την ειδική λειτουργία της “εξοικονόμησης” των βιογενών αμινών που απαιτούνται κατά τον εν εγρηγόρσει βίο μας για την επιτέλεση ζωτικών λειτουργιών, όπως αυτών της προσοχής και της μάθησης, και αφετέρου εκείνη της παγίωσης των αναμνήσεων της προηγούμενης ημέρας, μέσω της φράσης χολινεργικών νευροχημικών συστημάτων (Hobson 1996:44).
Κατ’ αντιδιαστολή, η λειτουργία της σκέψης κατά τα REM στάδια του ύπνου είναι ριζικά διαφορετική από την εν εγρηγόρσει σκέψη μας. Η καταιγιστική ενεργοποίηση των σχηματισμών του οπτικού συστήματος που προαναφέρθηκε οδηγεί στην ανάδυση πληθώρας, κυριολεκτικά χαοτικών οπτικών εικόνων, τις οποίες ο εγκεφαλικός φλοιός “αποπειράται” να οργανώσει – βάσει “σεναριακών” πρωτοτύπων που διαθέτει – σε στοιχειώσεις ψυχολογικά κατανοητές αφηγήσεις, το συναισθηματικό φορτίο των οποίων καθορίζεται από τη συμπαρομαρτούσα ενεργοποίηση του μεταιχμιακού συστήματος (Flanagan 1996:46).
Τα προηγούμενα συνοψίζουν την ψυχολογική και δυνητικά ψυχοπαθολογική και/ή ψυχοθεραπευτική σπουδαιότητα των ονειρικών περιεχομένων μας, όπως τουλάχιστον αυτή αποκαλύπτεται υπό το φως της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας. Το περιεχόμενο τον ονείρων μας αντικατοπτρίζει, εν μέρει τουλάχιστον, μερικές μύχιες όψεις του ψυχολογικού εαυτού μας, υποβάλλοντάς μας την αξία της παγίωσης, ή αντίθετα του μετασχηματισμού τους, στο συνεχώς μεταβαλλόμενο πλαίσιο των διαπροσωπικών και πάσης φύσεως κοινωνικών συνθηκών διαβίωσής μας. Αυτό ασφαλώς, μολονότι εμφανώς πολύ λιγότερο απ’ ό,τι υποστήριξε ο Sigmund Freud, φρονούμε ότι μας είναι υπεραρκετό για να συνεχίσουμε να ενδιαφερόμαστε για το περιεχόμενο των ονείρων μας ως άτομα και ως θεραπευτές.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Flanagan O. Self expressions: mind, morals and the meaning of life. New York, Oxford University Press, 1996.
Freud S. die Traumdeutung (1900). 6 Auflage 1921, Frankfurt am Main, Fischer, 1977.
Grűnbaum Α. Die Grundlagen der Psychoanalyse: eine philosophische Kritik, Stuttgart, Reclam 1988 (επαυξημένη γερμανική μετάφραση του αμερικανικού πρωτοτύπου: The foundations of Psychoanalysis, 1984).
Hobson JA. Dreaming as delirium: how the brain goes out of its mind. Cambridge Mass, MIT Press, 1999.
Ουλής Π. Φυσική και Ψυχανάλυση: μια περισσότερο ενιαία επιστημολογική ανάλυση. Στο:Μπαλτάς Αρ (Συντ) Το μήλο του Φρόυντ και το ασυνείδητο του Νεύτωνα. Αθήνα, Εξάντας, 2004:91-107.
Ουλής Π. Ψυχανάλυση και σύγχρονη Φιλοσοφία της Επιστήμης: μια βραχεία εισαγωγή στο κριτικό έργο των Α. Grűnbaum, M. Eagle και P. Kitcher. Αθήνα, 1995.
Κινητικές Διαταραχές Ύπνου ή Διαταραχές Κινήσεων που Σχετίζονται με τον Ύπνο.
- Σύνδρομο Ανήσυχων Άκρων (Ποδιών) (RLS, Restless Leg Syndrome)
- Διαταραχή των Περιοδικών κινήσεων των άκρων (Periodic Limb movement disorder, PLMD).
- Κράμπες ποδιών κατά τον Ύπνο.
- Νωτιαίος μυόκλονος (PSM).
- Βρουξισμός κατά τον Ύπνο (τριγμός οδόντων παιδιών και ενηλίκων).
- Ρυθμικές Στερεότυπες Διαταραχές κατά τον Ύπνο (RMD).
Μεμονωμένα Συμπτώματα, φαινομενικα – Φυσιολογικές Παραλλαγές και ανεπίλυτα ζητήματα.
- Παραμιλητό στον Ύπνο (sleeptalking, somniloquy).
- Υπνικά Τινάγματα.
- Διαλείπων υπερβολικός μυόκλονος (-FM)
Διαταραχές του Κιρκάδιου Ρυθμού του Ύπνου
- Διαταραχές του ύπνου λόγω εργασίας σε εναλλασσόμενα ωράρια – βάρδιες.
- Ύπνος πρώιμης φάσης.
- Ακανόνιστος Κιρκάδιος Ρυθμός.
- Ακανόνιστος τύπος ύπνου – εγρήγορσης.
- Jet lag (Σύνδρομο Αλλαγής Χρονικής Ζώνης.
Διαταραχές Ύπνου στα Παιδιά
Ο ύπνος είναι μια από τις πρωταρχικές “δραστηριότητες” των παιδιών, που αναπτύσσονται. Την εποχή που τα παιδιά φθάνουν στα τρίτα τους γενέθλια έχουν “καταναλώσει” περισσότερο χρόνο στον ύπνο απ’ ότι συνολικά σε όλες τις δραστηριότητες κατά την εγρήγορση. Αν και φαίνεται ότι υπάρχει σημαντική ατομική διαφοροποίηση ως προς τη διάρκεια του ύπνου, αυτή η ουσιώδής απαίτηση για ύπνο συνεχίζεται στα χρόνια της εφηβείας, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο ύπνος διαδραματίζει σημαντικό βιολογικό ρόλο στη γνωσιακή, σωματική και ψυχολογική ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας.
Απαραίτητη, για την πλήρη εκτίμηση της αιτιολογίας και της επίπτωσης των διαταραχών του ύπνου στα παιδιά και στους εφήβους, είναι η βασική κατανόηση των σημαντικότερων φυσιολογικών αλλαγών στην αρχιτεκτονική του ύπνου, στα “μοντέλα” του ύπνου και στη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, λόγω της ανάπτυξης.
Διαταραχές ύπνου.
- Συμπεριφορική αϋπνία (Behavioral Insomnia).
- Απουσία ορίων σχετικά με τον ύπνο.
- Διαταραχή έλευσης ύπνου του τύπου των συσχετισμών.
- Αποφρακτική άπνοια ύπνου στην παιδική ηλικία (OSA).
- Παραϋπνίες υπό μερική εγρήγορση.