Το ροχαλητό «καμπανάκι» για άπνοια

Το ροχαλητό «καμπανάκι» για άπνοια

Άρθρο στην Εφημερίδα Θεσσαλία.

03
Ο ύπνος και οι αναπνευστικές διαταραχές του

Ο ύπνος και οι αναπνευστικές διαταραχές του

Κιρκάδιος ρυθμός του ύπνου

Ο άνθρωπος έχει προσαρμοστεί στη διαβίωση σ’ ένα περιβάλλον 24 ωρών, αναπτύσσοντας ένα ενδογενές σύστημα χρόνου, το οποίο παρουσιάζει μια κιρκάδια (από τις λατινικές λέξεις circa diem) ρυθμικότητα. Όταν απομονωθεί από εξωτερικά ερεθίσματα χρόνου, όπως είναι ο κύκλος φως -σκοτάδι, αυτός ο ενδογενής ρυθμός εξακολουθεί να λειτουργεί ακολουθώντας μια περίοδο που είναι λίγο μεγαλύτερης διάρκειας.

Το κυρίαρχο ρολόι του οργανισμού είναι ο υπερχιασματικός πυρήνας (suprachiasmatic nucleus, SCN) που βρίσκεται στον πρόσθιο υποθάλαμο. Εκτός από τη ρύθμιση του 24ωρου κύκλου ύπνου κι εγρήγορσης, ο SCN συντηρεί, επίσης, τον κιρκάδιο ρυθμό κι άλλων βιολογικών διεργασιών, όπως είναι η θερμοκρασία καθώς και τα επίπεδα της κορτιζόλης και της μελατονίνης.

Ο SCN δέχεται πληροφορίες σχετικά με το χρόνο από μια ποικιλία πηγών που κυμαίνονται από τη φυσική προσπάθεια έως την κοινωνική δραστηριότητα. Το ισχυρότερο zeitgeber (από τα γερμανικά, ο βηματοδότης του χρόνου) είναι το φως. Ο SCN δέχεται ερεθίσματα από εξειδικευμένα γαγγλιακά κύτταρα του αμφιβληστροειδή, τα οποία παράγουν τη φωτοευαίσθητη χρωστική melanopsin και είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στο φως του κυανού φάσματος.

Ένα άλλο σημαντικό zeitgeber, η μελατονίνη, που παράγεται από τον αδένα της επίφυσης, όχι μόνο εκκρίνεται κάτω από την άμεση επίδραση του SCN, αλλά επίσης, μπορεί να μεταβάλλει τους κιρκάδιους ρυθμούς και να προάγει την έλευση του ύπνου. Τα επίπεδα της μελατονίνης είναι χαμηλά κατά τη διάρκεια της ημέρας και αρχίζουν να αυξάνονται ακριβώς πριν την έλευση του ύπνου. Το φως καταστέλλει την έκκριση της μελατονίνης, ενώ το σκοτάδι έχει την αντίθετη δράση.

 

Φυσιολογικές απαντήσεις στον ύπνο

Ο ύπνος REM ελέγχεται κυρίως από το παρασυμπαθητικό σύστημα, αλλά κατά την φασική του φάση διαπιστώνονται ξαφνικές εκφορτίσεις του συμπαθητικού, που συνδέονται με τα REM. Αυτές συνδυάζονται με αιφνίδια αύξηση της αρτηριακής πίεσης, καρδιακή κι εγκεφαλική ισχαιμία, καρδιακές αρρυθμίες και ξαφνικές αλλαγές του καρδιακού κι αναπνευστικού ρυθμού. Ακόμη μπορεί να διαπιστωθούν μικρής διάρκειας κεντρικές άπνοιες και υπόπνοιες. Ειδικότερα, στο φασικό REM φαίνεται να συμβαίνουν καρδιαγγειακά κι εγκεφαλικά συμβάματα, κατά τις πρωινές ώρες.

Κατά τον non-REM ύπνο η ομοιόσταση της θερμοκρασίας διατηρείται, ενώ στον ύπνο REM το σώμα παρουσιάζει ελάττωση 1-2ο C. Επίσης, αν θεωρητικά ο TST, ο slow wave και ο REM ύπνος έχουν μέγιστη διάρκεια στους 29°C περίπου, σ’ ένα πιο ψυχρό περιβάλλον, ο χρόνος εγρήγορσης, ο χρόνος έλευσης του ύπνου και ο χρόνος κίνησης αυξάνουν, ενώ ελαττώνεται το TST, ο REM και το στάδιο ΙΙ.

Τέλος, η ευαισθησία και η δραστηριότητα του αναπνευστικού κέντρου και, συνεπώς η τιμή της pCO2, μεταβάλλονται κατά τον ύπνο. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο πλέον ενεργός αναπνευστικός μυς κατά τον ύπνο είναι το διάφραγμα, η αναπνευστική απάντηση σε υποξικά και υπερκαπνικά ερεθίσματα γίνεται ακόμη ασθενέστερη.

 

Ποιες είναι οι Διαταραχές της αναπνοής κατά τον ύπνο

Άπνοια ονομάζεται η διακοπή της ροής του αέρα από τη μύτη και το στόμα κατά τη διάρκεια του ύπνου που διαρκεί 10 sec τουλάχιστον. Χαρακτηρίζεται από :

α) μείωση της ροής του αέρα ≥ 90% της βασικής γραμμής

β) διάρκεια ≥ 10 sec και

γ) ελάττωση της ροής του αέρα τουλάχιστον στο 90% της διάρκειας του επεισοδίου.

 

Ανάλογα με την παρουσία ή μη αναπνευστικής προσπάθειας οι άπνοιες διαχωρίζονται :

 

 Αποφρακτική Υπνική Άπνοια

Η αποφρακτική υπνική άπνοια (αποφρακτική άπνοια κατά τον ύπνο ή obstructive sleep apnea- OSA) είναι μία διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σύμπτωση των τοιχωμάτων του φαρυγγικού αεραγωγού κατά την διάρκεια του ύπνου που συνήθως συνοδεύεται από αφύπνιση. Η παρουσία συνεχιζόμενης αναπνευστικής προσπάθειας χαρακτηρίζει ως αποφρακτική άπνοια σε αντιδιαστολή προς την κεντρική άπνοια, στην οποία απουσιάζει και η ροή αέρα και η αναπνευστική προσπάθεια.

Η διαταραχή της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου (SDB – sleep disordered breathing) είναι ένας γενικότερος όρος που χρησιμοποιείται για να συμπεριλάβει και την υπνική άπνοια και την υπνική υπόπνοια. O όρος σύνδρομο υπνικής άπνοιας – υπόπνοιας ή υποαπνοϊκό σύνδρομο χρησιμοποιείται για να συμπεριλάβει ασθενείς με διάγνωση υπνικής άπνοιας και υπόπνοιας, που έχει γίνει με μελέτη ύπνου, σε συνδυασμό με κλινικά συμπτώματα της διαταραχής.

Στα κλινικά χαρακτηριστικά της OSA συμπεριλαμβάνονται ενδείξεις διαταραγμένου ύπνου, πρωϊνή κεφαλαλγία, εφιάλτες, νυκτουρία, ροχαλητό, ανησυχία, αίσθηση πνιγμονής, ρουθούνισμα καθώς και ημερήσια υπνηλία και κόπωση, έλλειψη συγκέντρωσης. Η παρεμπόδιση ή η φραγή του αέρα, παρά την αναπνευστική προσπάθεια, οδηγεί σε κατακερματισμό του ύπνου, ο οποίος δεν είναι πλέον αναζωογονητικός. Σε κάποιους ασθενείς, τα συμπτώματα της OSA είναι εντονότερα κατά τον ύπνο RΕΜ.

Όπως διαπιστώνεται σε έρευνες, καρδιακά νοσήματα, όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου μπορεί να σχετίζονται με επιδείνωση της αναπνευστικής διαταραχής κατά τον ύπνο. Επίσης, η αποφρακτική υπνική άπνοια συνδέεται με νυχτερινές καρδιακές αρρυθμίες. Για παράδειγμα, οι βραδυαρρυθμίες είναι συνηθέστερες σε ασθενείς με OSA και φαίνεται πως είναι συχνότερες στον ύπνο RΕΜ.

Ο υγιής ύπνος θεωρείται καρδιοπροστατευτικός και συνοδεύεται από μειωμένο κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων και συμβαμάτων. Σε ασθενείς όμως με OSA, ο κίνδυνος αυτός τριπλασιάζεται.

Αναπνευστικές διαταραχές κατά τον ύπνο, συμπεριλαμβανομένης της OSA και CSA, παρατηρούνται συχνά και σε άνδρες ασθενείς με καρδιακό συγκοπτικό επεισόδιο και φλεβικής θρομβοεμβολής.14

 

Κεντρική Υπνική Άπνοια

Η κεντρική υπνική άπνοια (central sleep apnea – CSA), συναντάται σε ποσοστό  5-10% όλων των ασθενών με διαταραχή της αναπνοής στον ύπνο (sleep disordered breathing – SΒD). Το πρόβλημα συνίσταται σε ανεπάρκεια της αναπνευστικής ώσης και χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες διακοπές ή μείωση στην αναπνευστική ροή και την αναπνοή κατά τη διάρκεια του ύπνου. Μπορεί να είναι πρωτοπαθής η δευτεροπαθής. Η πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής μορφή είναι λιγότερο συχνή από τη δευτεροπαθή σε αίτια, όπως συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια  (ΣΚΑ), όπου παρατηρείται σε ποσοστό 40-50% των ασθενών ή διάφορες νευρολογικές διαταραχές, όπως τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια.

Οι ασθενείς με CSA παρουσιάζουν τυπικά συμπτώματα διαταραγμένου ύπνου, όπως υπερβολική υπνηλία, κακή ποιότητα ύπνου που γίνεται αντιληπτή, αϋπνία, έλλειψη συγκέντρωσης και διάσπαση της προσοχής. Αναφέρουν συμπτώματα που σχετίζονται με τα επαναλαμβανόμενα επεισόδια κεντρικής άπνοιας με αποκορεσμό της αιμοσφαιρίνης, τα οποία περιλαμβάνουν νυχτερινή δύσπνοια, πρωινές κεφαλαλγίες, και νυχτερινή κυνάγχη. Εναλλακτικά η CSA διαγιγνώσκεται κατά την διάρκεια εξέτασης, όπου παρατηρείται αποκορεσμός της αιμοσφαιρίνης, διακοπές στην αναπνοή ή νυχτερινές αρρυθμίες.

Η υπερβολική υπνηλία δεν είναι πάντα χαρακτηριστικό της CSA. Οι ασθενείς μπορεί να παραπονεθούν για αϋπνία εξ’ αιτίας των επαναλαμβανόμενων διακοπών του ύπνου. Άλλα συμπτώματα σχετικά με την ποιότητα του ύπνου είναι η ημερήσια κόπωση, κακή διάθεση, μειωμένη λίμπιντο, στυτική δυσλειτουργία, έκπτωση λειτουργικότητας, έλλειψη συγκέντρωσης και διάσπασης της προσοχής.

Η νυχτερινή οξυμετρία αποτελεί μια ασφαλή διαγνωστική μέθοδο για τις αναπνευστικές διαταραχές. Φυσιολογικά δεδομένα συλλέγονται ψηφιακά, ενώ ο ασθενής κοιμάται, και κατά τη διάρκεια τυχόν εγέρσεων. Μελετώνται ο κορεσμός της αιμοσφαιρίνης και ο καρδιακός ρυθμός.

Ασθενείς με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια ή περιοριστική πνευμονοπάθεια ενδέχεται να εμφανίσουν επίσης υποαερισμό σχετιζόμενο με τον ύπνο, με συνέπεια ξαφνικές έγερσεις και δύσπνοια που παραπέμπουν σε CSA. Σε περιπτώσεις μη ελεγχόμενου άσθματος, νυχτερινός βρογχόσπασμος και βήχας διακόπτουν τον ύπνο και προκαλούν παροξυσμική δύσπνοια.

 

Μεικτή Υπνική Άπνοια

Κατά το αρχικό τμήμα του επεισοδίου δεν υπάρχει αναπνευστική προσπάθεια και επανεμφανίζεται προς το τέλος. Ξεκινά δηλαδή ως κεντρική και καταλήγει ως αποφρακτική άπνοια.

 

Υπόπνοια ονομάζεται :

  • Η μείωση της ροής του αέρα τουλάχιστον κατά 50% με πτώση του SpO2 ≥ 3%, διάρκειας 10 sec τουλάχιστον ή παρουσία αφύπνισης ή
  • Η μείωση κατά 30% της ροής με πτώση του SpO2 ≥ 4%, διάρκειας τουλάχιστον 10 sec.

 

Αφύπνιση (μικροαφύπνιση ή ¨υποσυνείδητη¨ αφύπνιση, arousal), ονομάζεται η αιφνίδια αλλαγή της συχνότητας στο ΗΕΓ (> 16Hz) που διαρκεί τουλάχιστον 3 sec και προηγείται ύπνος για τουλάχιστον 10 sec. Οι αφυπνίσεις έχουν άμεση προστατευτική αξία, αφού οδηγούν σε αύξηση της αναπνευστικής ώσης και του αερισμού, ενεργοποιούν τους φαρυγγικούς μυς και τερματίζουν τις άπνοιες. Μακροπρόθεσμα όμως έχουν βλαπτική επίδραση, αφού οδηγούν σε κατακερματισμό του ύπνου και ημερήσια υπνηλία.

 

Αφύπνιση σχετιζόμενη με αναπνευστική προσπάθεια (RERA, Respiratory Effort Related Arousal)

Χαρακτηρίζεται από αποφρακτικής αιτιολογίας περιορισμό της ροής του αέρα στον ανώτερο αεραγωγό που συνοδεύεται από αυξημένη αναπνευστική προσπάθεια, τελειώνει μετά την εμφάνιση μικροαφύπνισης και δεν πληροί ωστόσο τα παραπάνω κριτήρια της άπνοιας ή της υπόπνοιας. Ο ακριβής προσδιορισμός των RERAs γίνεται με μέτρηση οισοφάγειας πίεσης. Το σύνδρομο της αυξημένης αντίστασης των ανώτερων αεραγωγών στοιχειοθετείται από την παρουσία RERA και συμπτωματολογίας (υπνηλίας– κόπωσης).

Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ)

Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ)

Η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια, αποτελεί την 5η αιτία θανάτου παγκοσμίως -θα ανέβει στην 3η έως το 2020- και ευθύνεται για περισσότερους από τρία εκατομμύρια θανάτους ετησίως, είναι νόσος που μπορεί να προληφθεί και να αντιμετωπιστεί.


Tα δεδομένα της μεγάλης πανευρωπαϊκής μελέτης ERS COPD Audit study, που πραγματοποιήθηκε με συμμετοχή 16.000 ασθενών, στην οποία συμμετείχε και η χώρα μας, αποδεικνύουν ότι το 7% των Ελλήνων ασθενών με ΧΑΠ που θα νοσηλευτεί στο νοσοκομείο λόγω παρόξυνσης, θα πεθάνει εντός 3 μηνών.

Το κάπνισμα, ενεργητικό και παθητικό, αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα κινδύνου για την ΧΑΠ, αλλά και η χρήση τζακιών ή ξυλοσομπών επιδεινώνουν το πρόβλημα, ιδίως στα αστικά κέντρα» τονίζει η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία (ΕΠΕ).


Διαπιστώσεις για την Ελλάδα

Σύμφωνα με την ΕΠΕ, 9 στους 100 ενήλικες καπνιστές στην χώρα μας, πάσχουν από τη νόσο (8,4%), δηλαδή περίπου 600.000 Έλληνες νοσούν. Οι μισοί πάσχοντες συνεχίζουν να καπνίζουν. Οι άνδρες πάσχουν 2,5 φορές περισσότερο από τις γυναίκες, με ποσοστό 11,6%, έναντι 4,8%. Το ποσοστό της υποδιάγνωσης της νόσου ξεπερνά το 50% και οφείλεται τόσο στην περιορισμένη χρήση της σπιρομέτρησης στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, όσο και στην υποεκτίμηση των συμπτωμάτων από τους ασθενείς.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κατέταξε την ΧΑΠ σε μία από τις 5 πιο επικίνδυνες αρρώστιες της επόμενης χιλιετίας και συντονίζει προσπάθειες για την αντιμετώπισή της. Το συνολικό κόστος σε φάρμακα, νοσηλείες και για την όλη αντιμετώπιση της νόσου είναι τεράστιο, (πχ στις ΗΠΑ ξοδεύονται 24 δισ. δολάρια ετησίως).


Συμπτώματα της ΧΑΠ

Η προσβολή του αναπνευστικού συστήματος χαρακτηρίζεται από μόνιμο περιορισμό στην εκπνευστική ροή του αέρα, είναι συνήθως προοδευτικά επιδεινούμενος και σχετίζεται με εκσεσημασμένη, χρόνια φλεγμονώδη απόκριση των αεραγωγών και του πνευμονικού παρεγχύματος έναντι τοξικών αερίων ή σωματιδίων. Τα συμπτώματα της ΧΑΠ (χρόνιος βήχας, δύσπνοια και απόχρεμψη) χαρακτηρίζονται από ύπουλη εμφάνιση και σταδιακή επιδείνωση.  Η δύσπνοια επιδεινώνεται με την άσκηση και έχει περιορισμένη χρονική διακύμανση σε αντίθεση με το άσθμα. Είναι  μεγάλης σημασίας για τους ασθενείς, καθώς είναι το κύριο αίτιο περιορισμού των ασθενών και πρόκλησης άγχους. Το πρόβλημα με τα συμπτώματα είναι ότι έχουν τόσο ύπουλη εμφάνιση, έτσι ώστε οι πάσχοντες για κάποια χρόνια τα θεωρούν λανθασμένα, σαν μία φυσιολογική συνέπεια του καπνίσματος και της ηλικίας που αυξάνεται και δεν καταφεύγουν στον πνευμονολόγο για να εξεταστούν και να υποβληθούν σε σπιρομέτρηση, που είναι η εξέταση που αποκαλύπτει την νόσο. Οι ασθενείς ζητούν συνήθως ιατρική βοήθεια λόγω της χρονιότητας των συμπτωμάτων ή εξαιτίας του πρώτου σοβαρού παροξυσμού.


Σιωπηλός δολοφόνος

Η ΧΑΠ αποφράζει τους βρόγχους (τους αεραγωγούς που αναπνέουμε) και καταστρέφει κυριολεκτικά τους ιστούς των πνευμόνων. Οι βλάβες αυτές, από ένα σημείο και μετά, είναι μη αναστρέψιμες. Δυστυχώς, μόνο αφού καταστραφεί το 50-60% των πνευμόνων ο ασθενής αρχίζει να έχει σοβαρά συμπτώματα και 2-3 κρίσεις επιδείνωσης της αρρώστιας τον χρόνο, κρίσεις που συχνά τον οδηγούν να εισαχθεί και να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο.

Αν ο ασθενής συνεχίσει να αγνοεί τα ενοχλητικά συμπτώματα του βήχα, της απόχρεμψης και του εύκολου λαχανιάσματος (δύσπνοια) και  καπνίζει, αφήνει την αρρώστια να εξελιχθεί στην πιο προχωρημένη της μορφή. Σε αυτήν ο ασθενής δεν μπορεί να κάνει καθημερινές οικιακές δουλειές, να κοιμηθεί, να μετέχει σε οικογενειακές διασκεδάσεις και να έχει σεξουαλική ζωή. Τελικώς, ο ασθενής καθηλώνεται σε μια αναπηρική μορφή διαβίωσης στο σπίτι, απόλυτα εξαρτημένος από την οικογένεια του και από την λήψη οξυγόνου καθ’ όλο το 24ωρο.


Τι πρέπει να γίνει

Ο καπνιστής που είναι πάνω από τα 35, με ένα έστω από τα συμπτώματα βήχα, απόχρεμψη ή δύσπνοια, να επισκεφθεί τον πνευμονολόγο και προφανώς να διακόψει το κάπνισμα. Η διακοπή του καπνίσματος αποτελεί τη μόνη αποτελεσματική μέθοδο πρόληψης και αφορά το σύνολο των ασθενών με ΧΑΠ.

Όλοι οι καπνιστές πρέπει να κάνουν ετήσια σπιρομέτρηση (ειδική εξέταση διαγνωστική της ΧΑΠ) σε πιστοποιημένα πνευμονολογικά ιατρεία και να καταφύγουν στα ιατρεία βοήθειας διακοπής καπνίσματος. Η εξάρτηση από τη νικοτίνη είναι χρόνια νόσος και απαιτείται μακροχρόνια παρακολούθηση, ώστε να εξασφαλιστεί η παρατεταμένη αποχή. Ένα οργανωμένο πρόγραμμα διακοπής περιλαμβάνει τόσο υποστηρικτικά μέτρα (π.χ. ιατρική συμβουλευτική, ψυχολογική υποστήριξη, θεραπεία σε ομάδα) όσο και φαρμακευτική παρέμβαση ( υποκατάστατα  νικοτίνης  κ.α. ).

Οι πάσχοντες που δεν το γνωρίζουν, διατρέχουν κίνδυνο εκδήλωσης υπο-απνοϊκού συνδρόμου κατά τον ύπνο, με αποτέλεσμα σοβαρό καρδιαγγειακό σύμβαμα, συχνή επιπλοκή-συνοσηρότητα της ΧΑΠ.

Όλοι οι διαγνωσθέντες  με την κατάλληλη θεραπεία, είναι δυνατό να περιορίσουν τα συμπτώματα, να μειώσουν τη συχνότητα και βαρύτητα των παροξυσμών, να βελτιώσουν την κατάσταση της υγείας τους και να αυξήσουν την ικανότητα για άσκηση.

Βήχας

Βήχας

Ο βήχας είναι ένα ισχυρό φυσιολογικό αντανακλαστικό που αποτρέπει τη διείσδυση ξένων υλικών στους πνεύμονες και εξασφαλίζει την επαρκή απομάκρυνση των εκκρίσεων από τους αεραγωγούς. Αποτελεί σύμπτωμα και όχι νόσο. Εκδηλώνεται με επαναλαμβανόμενη εισπνοή και βίαιη εκπνοή, με περιοδική σύγκλιση της επιγλωττίδας. Παρόλα αυτά μπορεί να γίνει επίμονος, μη παραγωγικός και πηγή μεγάλης ενόχλησης, με αποτέλεσμα να αποτελεί το σύνηθες σύμπτωμα για το οποίο οι ασθενείς ζητάνε βοήθεια από τον πνευμονολόγο. Μπορεί να είναι τόσο σοβαρός που να προκαλέσει έμετο, θωρακικό πόνο, ακράτεια και συγκοπή, αϋπνία, κόπωση, κοίλες και άλλες επιπλοκές.

Διακρίνεται ως οξύς, υποξύς, και χρόνιος ανάλογα με τη διάρκεια του και παραγωγικός ή μη, ανάλογα με την ποσότητα παραγωγής πτυέλων.

Ο οξύς βήχας ( διάρκειας έως 3 εβδομάδες) συχνά προκαλείται από ιογενή λοίμωξη και συνήθως υφίεται μέσα σε 2 εβδομάδες. Μπορεί ωστόσο ν’ αποτελέσει το πρώτο σύμπτωμα στην πνευμονία και το πνευμονικό οίδημα ή να είναι το προεξάρχον σύμπτωμα στη πνευμονική εμβολή. Στους καπνιστές, η έναρξη ενός βήχα, η αλλαγή του χαρακτήρα του ή η παρουσία αιμόπτυσης θα πρέπει να διερευνηθεί για υποψία καρκινώματος.

Ο υποξύς βήχας (διάρκειας έως 3 εβδομάδες) και ο χρόνιος βήχας, μπορεί να υποδηλώνουν σοβαρή αναπνευστική ή άλλη πάθηση. Στους καπνιστές οφείλεται συνήθως σε χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια. Στους μη καπνιστές, με φυσιολογική ακτινογραφία θώρακα και χωρίς πρόσφατη λοίμωξη, η αιτία μπορεί να μην άμεσα εμφανής. Στατιστικώς, το πιθανότερο είναι να οφείλεται σε σύνδρομο οπισθορρινικών εκκρίσεων (40%), γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (21%), άσθμα (20%), βρογχεκτασίες (4%) και λήψη φαρμάκων, κυρίως των αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου, δηλαδή ως παρενέργεια αντιϋπερτασικών (2%-10%). Η τελευταία περίπτωση δεν διαγιγνώσκεται εύκολα (μόνο δια αποκλεισμού).

Η αξιολόγηση του ασθενή, ξεκινά με τη λήψη ιστορικού και εκτίμηση της πιθανής επαγγελματικής του έκθεσης. Πιθανόν ν’ αποκαλυφθεί μια πρόσφατη λοίμωξη του αναπνευστικού, ή ότι σχετίζεται με οπισθορρινική καταρροή, ότι συμβαίνει κυρίως τη νύχτα ή μετά από γεύματα, που χειροτερεύει με την κατάκλιση ή την άσκηση και τον κρύο αέρα.

Η φυσική εξέταση μπορεί να αποκαλύψει κλινικά σημεία άσθματος, βρογχεκτασίας, καρκίνου των πνευμόνων, πνευμονικής ίνωσης ή καρδιακής κάμψης. Πρέπει να γίνεται εκτίμηση της γενικής κατάστασης υγείας του ασθενούς (αδυναμία, καταβολή, απώλεια βάρους και εφαρμογή κλιμάκων βαρύτητας βήχα). Ακόμη μια προσεκτική εξέταση των ανώτερων αναπνευστικών οδών μπορεί να καταδείξει στοιχεία ρινικής απόφραξης ή ύπαρξη εκκριμάτων στον οπίσθιο φάρυγγα.

Στα πλαίσια της διερεύνησης, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες, πρέπει να διενεργηθεί μια ακτινογραφία θώρακος που μπορεί να είναι ουσιώδης. Η σπιρομέτρηση πρέπει να εκτελείται σε όλους, με έλεγχο της αναστρεψιμότητας, αν υπάρχει περιορισμός της ροής του αέρα. Η μεταβαλλόμενη ροή του αέρα μπορεί να καταδειχθεί και με τη μέτρηση των μέγιστων ροών το πρωί και το απόγευμα, για 2 με 4 εβδομάδες, ακολουθούμενη ενδεχομένως από  εξέταση βρογχικής πρόκλησης. Με συγκεκριμένες ενδείξεις, χρειάζεται η διενέργεια ακτινογραφίας παραρρίνιων κόλπων, η παρακολούθηση του οισοφαγικού pH, η αξονική τομογραφία θώρακα ή ακόμη και η βρογχοσκόπηση.

Η θεραπεία του βήχα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ειδική, κατευθυνόμενη δηλαδή στην πιθανολογούμενη αιτιολογία ή μη ειδική, ελέγχουσα το σύμπτωμα. Σε κάθε περίπτωση, ο πνευμονολόγος θα πρέπει με τον ασθενή να εκτιμήσει το αποτέλεσμα της θεραπείας κι ενδεχομένως να την τροποποιήσει ή να επαναπροσδιορίσει τη διάρκειά της.

Διαταραχές ύπνου και άσθμα

Διαταραχές ύπνου και άσθμα

Το άσθμα είναι μια χρόνια πάθηση που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή των αεραγωγών. Οι αεραγωγοί (βρόγχοι) είναι οι σωλήνες που μεταφέρουν τον αέρα στους πνεύμονες.

Όταν κάποιος ασθενής με άσθμα εισπνεύσει κάποιον ερεθιστικό παράγοντα από το περιβάλλον, προκαλείται μια υπερβολική απάντηση των βρόγχων με σύσπαση των λείων μυικών ινών των αεραγωγών (βρογχόσπασμος), η οποία οδηγεί σε στένωση του αυλού τους. Η φλεγμονή των βρόγχων χαρακτηρίζεται από οίδημα και παραγωγή εκκρίσεων που είναι παχύρρευστες και κολλώδεις, με τελικό αποτέλεσμα την επιδείνωση της στένωσης του αυλού των βρόγχων. Έτσι, περιορίζεται η ροή του αέρα μέσα από τους βρόγχους.

Υπολογίζεται ότι 7-10% των ανθρώπων πάσχουν από άσθμα, αλλά το ποσοστό διαφέρει σημαντικά μεταξύ των χωρών. Είναι συχνότερο στις Δυτικές χώρες, αλλά φαίνεται ότι και άλλοι παράγοντες, γενετικοί, κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παίζουν ρόλο.

Τα επεισόδια βρογχόσπασμου είναι η πιο συχνή εικόνα άσθματος. Οι ασθματικές προσβολές συμβαίνουν συχνότερα το βράδυ ή τις πρώτες πρωινές ώρες, καθιστώντας το νυχτερινό βρογχόσπασμο μια συνήθη αιτία διαταραχής της αναπνοής στον ύπνο. Έρευνες έχουν δείξει ότι το 85% των ασθματικών ασθενών, παραπονιούνται για συμπτώματα που τους αφυπνίζουν.

Ο ασθενής με άσθμα περιγράφει τις διαταραχές του ύπνου που σχετίζονται με την εμφάνιση συριγμού τη νύχτα. Ο συριγμός συνδέεται με βροχόσπασμο και απόφραξη των αεραγωγών. Τα συμπτώματα του άσθματος, επίσης περιλαμβάνουν δύσπνοια, αίσθημα σύσφιξης στο θώρακα και βήχα. Ο με δύναμη εκπνεόμενος αέρας κατά το 1ο sec(FEV1) και η μέγιστη εκπνευστική ροή (PEF)  είναι οι παράμετροι ελαττωμένες στους ασθενείς με άσθμα.

Ο νυχτερινός συριγμός, που συνοδεύεται από arousals (αφυπνήσεις), έχει σαν αποτέλεσμα μικρής διάρκειας ή και καθόλου ύπνο στη διάρκεια προσβολών τη νύχτα. Η συχνότητα των νυχτερινών κρίσεων είναι μια ένδειξη της σοβαρότητας του άσθματος. Οι λειτουργικές δοκιμασίες των πνευμόνων χρησιμοποιούνται για να εδραιωθεί η διάγνωση, να εκτιμηθεί η σοβαρότητα και να αξιολογηθεί η απάντηση στη θεραπεία.

Τα φάρμακα παίζουν πρωταρχικό ρόλο στη θεραπεία των ασθματικών συμπτωμάτων. Η συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπεία, καθώς και η θεραπευτική πρόοδος  στον έλεγχο του νυχτερινού συριγμού και των επεισοδίων δύσπνοιας, έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση του  ύπνου, που μεταφράζεται σε μεγαλύτερη λειτουργικότητα και παραγωγικότητα κατά τη διάρκεια της μέρας για τον ασθενή.